Ο Μίκης της Αντίστασης και των Αγώνων. Ο Μίκης της δημιουργίας και της μεγάλης Τέχνης. Ο Μίκης που μας έμαθε να τραγουδάμε λόγια μεγάλων ποιητών. Ο Μίκης που ευτύχησε να δει τα έργα του να ριζώνουν στην καρδιά και το μυαλό ενός ολόκληρου λαού, γιατί σε αυτά τα έργα είναι χαραγμένα οι αγωνίες, οι πόθοι, τα οράματά του δε βρίσκεται πια στη ζωή. «Έφυγε» σήμερα Πέμπτη 2 Σεπτέμβρη, σε ηλικία 96 ετών.
Επικός, ορμητικός και λυρικός. Αυτά χαρακτήριζαν τη ζωή και το έργο του Θεοδωράκη. Και πώς μπορεί, κανείς, άραγε να χαρακτηρίσει με λίγα λόγια αυτό που ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης; Θα το επιχειρήσουμε δανειζόμενοι τα λόγια του άλλου «μεγάλου» της μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών που έχει βαθιές τις ρίζες του στον αραβικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη του και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του. Οσοι θέλησαν να τον μιμηθούν το μόνο που κατάφεραν ήταν να φτιάξουν μια μονότονη μπροσούρα που προκαλούσε αθεράπευτη πλήξη και ανία στον ακροατή. Η επανάσταση χωρίς ταλέντο είναι για να κοιμάσαι ασφαλώς κι όχι για να λιθοβολείς».
Τα λόγια είναι περιττά μπροστά στην τεράστια συμβολή του Μ. Θεοδωράκη στο λαϊκό μας πολιτισμό, αλλά και στους μεγάλους αγώνες. Η τέχνη του είναι μεγάλη, γιατί είναι δεμένη με τους πόθους, τις αγωνίες και την πάλη των ταπεινών αυτή της γης. Για αυτό και η μεγαλύτερη τιμή για τον ίδιο ήταν ότι οι λαοί μπορούν και αναγνωρίζουν στο έργο του το πρόσωπό τους.
Παραθέτουμε, ενδεικτικά, ορισμένα από τα πιο σπουδαία έργα του Μ. Θεοδωράκη:
Κύκλοι τραγουδιών: Τα Παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄,Β΄,Γ΄και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν, Romancero Gitano, Θαλασσινά Φεγγάρια, Ο Ηλιος και ο Χρόνος, 12 Λαϊκά, Νύχτα Θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, 18 Λιανοτράγουδα, Μπαλλάντες, Στην Ανατολή, Τα Λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ΄άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες.
Ορατόρια: ‘Αξιον Εστί, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση Πολιορκίας, Πνευματικό Εμβατήριο, Canto General,Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.
Συμφωνικά και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο,Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς.
Οπερες: Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη.
Μουσική για θέατρο: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ενας Ομηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.
Μουσική για Αρχαίο Δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), Αντιγόνη, Ιππής, Λυσιστράτη, Προμηθεύς Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες, Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας.
Μουσική για κινηματογράφο: Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Οταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση Πολιορκίας, Actas de Marusia.
«Θεωρώ όλη αυτή τη διαδρομή μου μέσα στη μουσική ένα συνεχές ταξίδι. Ενα ταξίδι στο άγνωστο, χωρίς τέλος…»
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925 στη Χίο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η κρητική καταγωγή του πατέρα του αλλά και οι μικρασιάτες πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας του καθορίζουν τον μικρό Μίκη. Ελέγε, μάλιστα, ότι από έναν πρόγονό του, τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη στην Κρήτη των τελών του 1800 πήρε την έφεσή του για τη μουσική.
Στα παιδικά του χρόνια γνώρισε πολλές μετακινήσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Χίος, Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη μέχρι το 1943 και στη συνέχεια Αθήνα. Λόγω των μετακινήσεων δεν μπόρεσε να δεθεί με κάποια περιοχή, να αποκτήσει παιδικούς φίλους. «Ημουν κλεισμένος σε τρεις κύκλους. Πρώτος ήταν ο οικογενειακός κύκλος… Μου έδωσε μεγάλη χαρά και ευτυχία, για την οποία ευγνωμονώ τους δικούς μου. Δηλαδή ό,τι γεύση ευτυχίας έχω στη ζωή μου την έχω από την οικογένειά μου. Ενα οικογενειακό περιβάλλον που βασίλευε η μεγάλη αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, η αλληλεγγύη, το τραγούδι, το κέφι». Ο δεύτερος κύκλος ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ο τρίτος, οι Κρητικοί.
Αυτή η αίσθηση της «απομόνωσης» που είχε σαν παιδί ήταν ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν στη μουσική. Εκεί, έβρισκε απασχόληση, αν και όπως ο ίδιος μαρτυρά, στην αρχή η σχέση του με τη μουσική υπήρξε μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, ενώ για κάθε άλλη παιδική απορία ή ανησυχία υπήρχε μια απάντηση, εντούτοις για τη μουσική δεν υπήρχε καν ερώτημα. «Τόσο απίθανο και ξένο ήταν, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, το λειτούργημά της…». Παρόλα αυτά οι μελωδίες της Φιλαρμονικής του δήμου Αργοστολίου, η θέα ενός πιάνου – από τα ελάχιστα μιας μικρής επαρχιακής πόλης – τον σημαδεύουν. Οι γονείς του κάποια Πρωτοχρονιά του κάνουν δώρο ένα βιολί. «Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου».
Αρχές του ’40 άκουσε την Ενάτη του Μπετόβεν στον κινηματογράφο. «Ηταν πραγματικά ένας κεραυνός! Κεραυνός! Επεσα κεραυνόπληκτος, αρρώστησα!». Ο πατέρας του, αν και δεν ήθελε να γίνει ο γιος του μουσικός, κατάλαβε, ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Το 1943 ερχόμενος στην Αθήνα περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών. Εκεί, ευτύχησε να γνωρίσει τον αληθινό του δάσκαλο, όπως τον αποκαλουσε, τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. «Δεν υπάρχει, νομίζω, για έναν μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική. Αυτές οι στιγμές είχαν τα μαγικά ονόματα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπερλιόζ, του Βάγκνερ… Μια απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισαν. Και μια δίψα ανελέητη να μάθουμε τη γλώσσα τους, να βρούμε τα κλειδιά για να ανοίξουμε τους μουσικούς δρόμους των ήχων…».
«Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτή την μουσική. Η μουσική για μένα ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι το βιωματικό…»
Πράγματι τα γεγονότα της ζωής του ήταν συνταρακτικά. Το έργο του αντηχεί όλη τη μεγάλη πορεία και τις περιπέτειες του λαϊκού κινήματος του 20ου αιώνα. Ηταν και αυτός μέλος της γενιάς που ανδρώθηκε στην Αντίσταση, που πάλεψε για να έρθουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας και γι αυτή του την απόφαση διώχτηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, συνέχισε να παλεύει και να δημιουργεί. Γι’ αυτόν όμως αυτά ήταν και τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια του. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στην εκδήλωση του Κόμμα τος για τα 90χρονά του: «Βρίσκομαι σήμερα εδώ μπροστά σας με μεγάλη συγκίνηση, γιατί τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ. Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος Πόλεμος, οι διώξεις που ακολούθησαν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η βαθιά παρανομία με την ένοπλη προσπάθεια το 1944 μέσα στην Αθήνα, που πνίγηκε στο αίμα, η Ικαρία και η Μακρόνησος, η αναγεννητική προσπάθεια μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες. Η παράνομη δράση με την ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου, δέκα μέρες μετά την επικράτηση της χούντας. Αργότερα, υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τέλος η εκλογή μου ως βουλευτής του Κόμματος το 1981 και 1985».
Στα χρόνια της Κατοχής παλεύει οργανωμένα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. «Ολα άρχισαν και όλα κυριεύτηκαν τη μέρα που κατακτήσαμε την αξιοπρέπειά μας, την τιμή μας και την ανθρωπιά μας, αντιτάσσοντας στον νόμο της ζούγκλας των Ναζί τη δύναμη των όπλων μας. Εκείνη τη στιγμή που πρωταγγίξαμε ο καθένας μας το όπλο του και ξεκινάγαμε σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου…». Παίρνει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του ’44 μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Ανω Νέα Σμύρνη. Οι μέρες του Δεκέμβρη, αυτής της σκληρής ταξικής αναμέτρησης τον σημαδεύουν τόσο, που θα ομολογήσει πολλά χρόνια αργότερα: «Εάν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα – κατά το αισχύλειο- που θα επιθυμούσα να χαραχτεί στον τάφο μου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη».
Τον Ιούλιο του 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία. Εκεί, θα ακούσει τον Καπετάν Αντρέα Ζέππο από μια ομάδα εξόριστων Πειραιωτών. «Και αυτό ήταν το δεύτερο σοκ της ζωής μου» μετά την Ενάτη του Μπετόβεν. Νέοι δρόμοι στη μουσική ανοίγονται μπροστά του. Τον χειμώνα του 1949 εξορίζεται στη Μακρόνησο και βασανίζεται φρικτά. Εκεί είναι, που σύμφωνα με τον ίδιο, έσπασε το «εγώ» κι έγινε τελεσίδικα «εμείς». «Η μάχη θα δοθεί για το “εμείς”, υπέρ του ανθρώπου, εναντίον των κανιβάλων… Η ασθένεια των κανιβάλων είναι το “εν αρχή το κέρδος”. Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου». Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες δε σταματά να δημιουργεί. Μάλιστα, αποσπάσματα από την Πρώτη του Συμφωνία, που δούλευε εκείνη την περίοδο παρουσίασε στη σκηνή των στρατηγών, εκεί όπου κρατούνταν ο Σαράφης και άλλοι. «Αυτό το θεωρώ μια πολύ σημαντική πράξη της ζωής μου και είναι σημαδιακή. Στις δύσκολες στιγμές απαντάμε πάντα με δημιουργία».
«Το τραγούδι είναι κάτι που πάει από καρδιά σε καρδιά»
Ο Μίκης Θεοδωράκης εξόριστος στη Μακρόνησο
Μετά τη Μακρόνησο εγκαθίσταται σε ένα χωριό στην Κρήτη. Βάλτωνε. Οι δικοί του πουλούν μέχρι και τις βέρες τους, για να τον βοηθήσουν. «Μου ‘κανε ο πατέρας μου ένα πανωφόρι, ένα κοστούμι μαύρο, παπούτσια, μου έδωσε 300 δραχμές και τις ευλογίες του και μπάρκαρα για την Αθήνα, για να σταδιοδρομήσω στην Αθήνα».
Η διαβίωση στην Αθήνα δεν είναι εύκολη. Κάθε βδομάδα έπρεπε να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια. Εκείνη την περίοδο πήρε και το πτυχίο του στο Ωδείο. Οι πόρτες όμως είναι κλειστές. Για να επιβιώσει κάνει αντίγραφα μουσικής και παίζει εκτάκτως σε συναυλίες. Γράφει μουσική, πολλή μουσική. Το 1954 με υποτροφία εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεχίζει το συμφωνικό του έργο και γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα συμφωνικά του έργα: Τρεις σουίτες, το μπαλέτο Αντιγόνη, κονσέρτο για πιάνο.
Εκείνη την περίοδο παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί αποκτούν δυο παιδιά, την Μαργαρίτα και τον Γιώργο.
«Επιτάφιος. Η μεγάλη, τελευταία στροφή όχι μόνο στη μουσική μου ζωή αλλά σ’ ολόκληρη τη ζωή μου»
Το 1958 βρισκόμενος στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιταφίου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός». Αναφέρει ο Θεοδωράκης: «Θυμάμαι ότι έλαβα τον Επιτάφιο στο Παρίσι, από τον ίδιο τον Ρίτσο. Ευθύς μόλις τον διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Κατ’ αρχήν νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και – όντας πάντοτε Ρίτσος – θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα».
Ο συγκεκριμένος δίσκος, που κυκλοφόρησε το 1960 αποτελεί το ορόσημο για την είσοδο του συνθέτη στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Συμπυκνώνοντας τι καινούριο έφερε ο Επιτάφιος στην ελληνική μουσική σημειώνει: «Ηταν ένας κύκλος τραγουδιών. Ηταν ακόμα η καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους. Ηταν, τέλος, μια νέα μορφή επικοινωνίας με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας, που έσπαζε τους παραδοσιακούς τρόπους παρουσίασης, ερμηνείας και επικοινωνίας και έφερνε σε άμεση επαφή τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές με τις μάζες».
«Οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στους εργαζόμενους, στο λαό»
Με τον Γιάννη Ρίτσο στο 4ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – «Οδηγητή» στο Περιστέρι
Η συνύπαρξη της λαϊκής με τη συμφωνική μουσική στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κάνει τον ίδιο και τη μουσική του μοναδική περίπτωση στο χώρο της διεθνούς μουσικής καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό.
Ηταν ο πρώτος που έβαλε στο στόμα του απλού λαού λόγια μεγάλων ποιητών. «Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης». Για τον ίδιο ήταν ξεκάθαρο: «Οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στους εργαζόμενους, στο λαό. Μόνο αυτοί μπορούν να τους καταλάβουν. Φυσικά, ο καθένας μπορεί να αγοράσει βιβλία τους. Πόσοι όμως είναι; Το πρόβλημα δεν είναι πρακτικό – ποσοτικό. Ο λαός δεν μπορούσε να πλησιάσει τη μεγάλη ποίηση, γιατί δεν είχε στη διάθεσή του τα κλειδιά για να ανοίξει τις πόρτες. Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σα να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στο μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης».
Μετά τον Επιτάφιο ακολούθησαν μια σειρά άλλοι κύκλοι τραγουδιών: «Λιποτάκτες» (1959), «Αρχιπέλαγος» (1959), «Πολιτεία» (1959), «Επιφάνια» (Σεφέρης 1960), «Ένας όμηρος» (Μπήαν, μτφρ. Ρώτας), «Μικρές Κυκλάδες» (Ελύτης 1963), «Πολιτεία Β’» (1964), «Μαουτχάουζεν» (Καμπανέλλης 1966), «Ρωμιοσύνη» (Ρίτσος 1966), «Έξι θαλασσινά φεγγάρια» (Γκάτσος 1966), «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» (Θεοδωράκης 1967), «Μυθιστόρημα» (Σεφέρης 1968), «Νύχτα θανάτου» (Ελευθερίου 1968), «Αρκαδία I» (Θεοδωράκης 1968), «Αρκαδία II» (Ελευθερίου 1968), «Αρκαδία III» (Ελευθερίου 1969), «Αρκαδία IV» (Κάλβος 1969), «Αρκαδία V» ( Αγγελος Σικελιανός 1969), «Αρκαδία VI» (Θεοδωράκης 1969), «Αρκαδία VII» (Σινόπουλος 1969), «Αρκαδία VIII» (Αναγνωστάκης 1969), «Αρκαδία X» (Θεοδωράκης 1969). Ευτύχησε να τραγουδηθεί από όλους τους μεγάλους Έλληνες και όχι μόνο τραγουδιστές.
Αξιοσημείωτη είναι η ιστορία της μελοποίησης της αριστουργηματικής «Ρωμιοσύνης». Ο Ρίτσος γράφει τη «Ρωμιοσύνη» στα 1945 – 46 και ο Θεοδωράκης την μελοποίησε το 1966. Τα παρακάτω είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Μίκης στο περιοδικό «Ελίτροχος»:
«Τη “Ρωμιοσύνη” μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο , που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη “ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ”, για να μου τα εμπιστευθεί. Ομως, τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποιο χέρι (σ.σ. Γιορτή των Φώτων του 1966) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό…”, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη “Ρωμιοσύνη”.
Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο “Κεντρικόν”, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη “Ρωμιοσύνη”».
«Ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια…»
Σε εκδήλωση στον Πειραιά το 1963
Η δεκαετία του 1960 είναι από τις πιο δημιουργικές στη μουσική διαδρομή του συνθέτη. Με τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών που είχε ιδρύσει επιδίωξε να απλώσει τη μουσική του μέσα στους βουερούς δρόμους, στα πανεπιστήμια και στις συνοικίες, στην επαρχία και μέσα στις συζητήσεις. «Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι χέρι και ν’ ανέβουν μαζί στην κορυφή του λόφου, για να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά!».
Συστήνει στο κοινό νέους συνθέτες, όπως τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Μάλιστα, τους χάρισε και την πέτρα που του είχαν ρίξει στη διάρκεια συναυλίας στη Νάουσα παρακρατικές ομάδες.
Το 1963 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο Θεοδωράκης αναλαμβάνει Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται στο κοινοβούλιο.
Από την ίδρυση των Λαμπράκηδων
Το 1964 κυκλοφορεί το «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, το «Άξιον Εστί» συνοψίζει σε μία μόνο κορύφωση όλες του τις σκέψεις, τις προθέσεις και τις απόπειρες όσον αφορά τη δημιουργία ενός νεοελληνικού λαϊκού μουσικού έργου.
Με την επιβολή της δικτατορίας ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία. Η μουσική του απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα, το διάταγμα 13/1-6-1067 του Οδυσσέα Αγγελή. Συμμετέχει στο Πατριωτικό Μέτωπο και ορίζεται πρόεδρός του. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Το 1968 χάρη σε διεθνείς πιέσεις, ο Μίκης αποφυλακίζεται και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι. Τον Αύγουστο του 1968 εξορίζεται μαζί με την οικογένειά του στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Με διάφορους τρόπους καταφέρνει να στέλνει μαγνητοταινίες με τα καινούργια έργα του στο εξωτερικό. Τα έργα μεταδίδονται από ξένους σταθμούς και ακούγονται στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1969 μεταφέρεται από τη Ζάτουνα και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Ωρωπού. Το 1970 φυγαδεύεται στο Παρίσι από όπου ξεκινά τον αγώνα κατά της χούντας. Παρουσιάζει τα έργα που είχε συνθέσει κατά το διάστημα της παρανομίας, της φυλακής και της εξορίας σε αμέτρητες συναυλίες σε όλο τον κόσμο, αφιερωμένες στον αντιδικτατορικό αγώνα. «Έξω συναντήθηκα με τη Φαραντούρη και τον Καλογιάννη. Κάναμε μια ορχήστρα κι αρχίσαμε τις δραστηριότητες θυμάμαι από την Ιταλία. Στη συνέχεια η πρώτη μεγάλη εμφάνιση ήταν στη γιορτή της “Ουμανιτέ”. Εκείνη τη μέρα υπολόγιζαν περίπου σε 600.000 κόσμο, όταν έγινε η συναυλία αυτή», είχε πει ο ίδιος.
Εκείνη την περίοδο συνθέτει τα «Τραγούδια του αγώνα», «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδα» κ.ά. Εκείνης της περιόδου έργο είναι και το μεγαλειώδες Κάντο Χενεράλ σε ποίηση Πάμπλο Νερούντα. Τις πρόβες του έργου είχε παρακολουθήσει ο ίδιος ο ποιητής. Σχεδιαζόταν, μάλιστα, να γίνει μια μεγάλη συναυλία στο Σαντιάγο, όπου θα παρουσιαζόταν το έργο και θα απήγγειλε ο Νερούντα. Η συναυλία δεν έγινε κατορθωτό να πραγματοποιηθεί λόγω του πραξικοπήματος του Πινοσέτ.
Με την πτώση της δικτατορίας, η μουσική του Μίκη ακούγεται πλατιά σε συγκεντρώσεις και μεγάλα στάδια. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο «Λένιν».
Η απονομή του βραβείου Λένιν
Τα επόμενα χρόνια, ο Μίκης συνεχίζει να δημιουργεί και να παίρνει ξεκάθαρη θέση μπροστά σε γεγονότα του καιρού μας. Αξίζει να αναφέρουμε τη δήλωση που είχε κάνει ενάντια στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο το 2005: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αλλάξει την Ιστορία. Να τη διαστρεβλώσει εξισώνοντας τα θύματα με τους θύτες. Τους εγκληματίες με τους ήρωες. Τους κατακτητές με τους απελευθερωτές και τους ναζιστές με τους κομμουνιστές. Δυστυχώς, σήμερα είμαι υποχρεωμένος να μιλώ περισσότερο στο όνομα των νεκρών παρά των ζωντανών. Στο όνομα, λοιπόν, των νεκρών συντρόφων μου κομμουνιστών, αυτών που πέρασαν από την Γκεστάπο, τα στρατόπεδα θανάτου και τους τόπους των εκτελέσεων για να εξοντωθεί ο ναζισμός και να θριαμβεύσει η λευτεριά, έχω να απευθύνω στους “κυρίους” αυτούς μόνο μια λέξη: ΝΤΡΟΠΗ!».
«Ολη μου τη ζωή τη μοίρασα σε αγώνες και σε μουσική»
Με το έργο του καταγράφει σαν σεισμογράφος τις διακυμάνσεις της συνείδησης του λαού μας, καθώς τη διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα, οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτικές εξελίξεις. Άλλωστε, μέσα από την Τέχνη του τον λαό και τους αγώνες του θέλησε να υπηρετήσει. Εκεί αφιέρωσε το ταλέντο και τη δημιουργία του. Γι’ αυτό και ο λαός τον τίμησε και τον αγάπησε παρά τις αντιφάσεις του.
Σε όσους του έλεγαν να κάτσει «ήσυχος» γιατί να διαφυλάξει το ταλέντο του και την καριέρα του εκείνος απαντούσε: «Είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης… Ομως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται… Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό».
Ο ίδιος θεωρούσε τον «Κάκτο» που έγραψε το 1967, κρατούμενος στην Ασφάλεια, το πιο αντιπροσωπευτικό του τραγούδι.
… Πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες;
Θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.
Το παρακάτω βίντεο – στιγμιότυπο από τη μεγάλη συναυλία που είχε οργανώσει η ΚΕ του ΚΚΕ στο Θέατρο Πέτρας προς τιμήν των 90 χρόνων του μουσικοσυνθέτη.
Και πράγματι, το έργο του θα ζήσει «άλλους τόσους» αιώνες… Γιατί, όπως και ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη»: «Από όλα τα είδη ζωής, ποιο είναι αυτό που αντέχει περισσότερο στο χρόνο; Η πνευματική, το πνευματικό δημιούργημα. Αυτό αντέχει. Και η αντοχή του, η διάρκειά του, δεν είναι παρά μια μορφή αθανασίας. Μια νίκη στο θάνατο, τον τελικό μας νικητή. Εκτός και αν με το πνευματικό έργο υψωθούμε εκεί που δεν μπορεί να μας φτάνει το αρπακτικό του χέρι. Ετσι είναι συλλογική, και όχι αποκλειστικά προσωπική, η νίκη με το θάνατο, όταν η κοινωνία μιας εποχής μπορεί να εκφραστεί και αναγνωριστεί μέσα στην πνευματική δημιουργία». Και ο Μίκης Θεοδωράκης αυτό το κατάφερε.
Πηγές: «Ριζοσπάστης», «Μίκης Θεοδωράκης – Κινηματογραφική αυτιοβιογραφία. Ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη, mikistheodorakis.gr, mikisguide.gr
Πηγή: 902.gr